Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Καρτέλ εργολάβων «άρμεγε» 27 χρόνια το Δημόσιο με σικέ δημοπρασίες. Δείτε τις εταιρείες ...

Mέγα σκάνδαλο διαρκείας με πρωταγωνιστές τους «εθνικούς εργολάβους» 

Μετά από πολυετείς έρευνες η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι ...επί 27 χρόνια (!) στον τομέα δημοσίων έργων λειτουργούσε καρτέλ, που «άρμεγε» το Δημόσιο διαμορφώνοντας τα τιμήματα στις δημοπρασίες και μοιράζοντας τις συμβάσεις μεταξύ των εταιρειών-μελών του.




Το κράτος υπέστη τεράστια οικονομική ζημιά, πληρώνοντας για έργα που το κόστος κατασκευής τους «φούσκωνε» τεχνητά σε σικέ δημοπρασίες.

Για να εξασφαλίζει συμβάσεις και μεγαλύτερα κέρδη, το λόμπι των κατασκευαστών πίεζε συνεχώς για περισσότερα «έργα υποδομών και εκσυγχρονισμού», χρησιμοποιώντας πολιτικούς, κόμματα, αναλυτές και media.

Ετσι το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών κονδυλίων που έρρευσαν αθρόα στην Ελλάδα την προηγούμενη 20ετία, διοχετεύθηκε σε οδικούς άξονες και άλλες υποδομές αμφίβολης αποδοτικότητας – ή εν πάση περιπτώσει όχι άμεσης προτεραιότητας για την ελληνική οικονομία.

Πέραν των διαδικασιών που θα κινηθούν κατά των εμπλεκόμενων εταιρειών, στη συνέχεια θα δοθεί και σε πολιτικό επίπεδο, με την αναζήτηση ευθυνών κυβερνήσεων, υπουργών και υψηλόβαθμων αξιωματούχων υπουργείων.

Αδιαφάνεια και διαπλοκή

Η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη εκ των πραγμάτων να επισπεύσει την υλοποίηση παλαιότερων εξαγγελιών της περί αλλαγής του θεσμικού πλαισίου για την «τιμολόγηση» και την ανάθεση δημοσίων έργων. Το θέμα χειρίζεται ο υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος θα αναγκασθεί να συγκρουσθεί πάλι με το σύστημα διαπλοκής.

Οι αλλαγές θα αφορούν γενικότερα τον τομέα κρατικών προμηθειών, τον οποίο παραδοσιακά λυμαίνονται εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις που μοιράζουν μίζες – όπως αποκαλύπτεται και στην «φρέσκια» υπόθεση του συλληφθέντος πρώην προέδρου του Νοσοκομείου Ντυνάν Ανδρέα Μαρτίνη.

Υπό επανεξέταση τίθεται επίσης το σύστημα αξιολόγησης-επιλογής των έργων που εντάσσονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα, καθώς και οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για την κατανομή ευρωπαϊκών κονδυλίων. Όπως διαπιστώνεται, αντί να ενισχύσουν παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και τη δημιουργία απασχόλησης, τα κονδύλια αυτά κατανέμονταν επί δεκαετίες με γνώμονα τα συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούσαν να πιέζουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Οι εμπλεκόμενες εταιρείες

Νέα στοιχεία αναμένεται ότι θα προκύψουν στη συνέχεια της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, εγκαλώντας 53 κατασκευαστικές εταιρείες για σύσταση-λειτουργία καρτέλ και παραβίαση της νομοθεσίας ανταγωνισμού. Στην πολυετή έρευνα της η Επιτροπή έχει συγκεντρώσει πλούσιο υλικό για τις ελληνικές εισαγγελικές αρχές και για την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).

Με βάση τα στοιχεία αυτά αποφαίνεται ότι εταιρείες των ομίλων Ελλάκτωρ, J&P Αβαξ, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΑΕΓΕΚ, Τεχνική Ολυμπιακή και Intracom (μέσω της Intrakat) συμμετείχαν (με διαφορετικό χρόνο έναρξης) σε καρτέλγια τη χειραγώγηση διαγωνισμών δημοσίων έργων, από το 1989 έως και το 2016.

Σε αυτούς συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, οι διαγωνισμοί για τους μεγάλους οδικούς άξονες, το Μετρό, τον Προαστιακό, σιδηροδρομικές γραμμές και σταθμούς, καθώς και για έργα ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα).

Η έρευνα ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή της εταιρείας «Τεχνική Ολυμπιακή», που είναι μία από τις άμεσα εμπλεκόμενες στο καρτέλ. Η εταιρεία του ομίλου Στέγγου (στον οποίο ανήκουν επίσης η κατασκευαστική «Μοχλός» και το συγκρότημα Πόρτο Καρρά, έκανε αίτηση υπαγωγής στο πρόγραμμα επιείκειας: Παρείχε δηλαδή κρίσιμες πληροφορίες που οδήγησαν στην αποκάλυψη των παραβάσεων, με αντάλλαγμα την πλήρη απαλλαγή της από πρόστιμα.

Αυτή είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού που ολοκληρώνεται το πρόγραμμα επιείκειας. Η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα έγινε στην πολύκροτη υπόθεση του «καρτέλ του γάλακτος». Τότε η «ΜΕΒΓΑΛ» είχε ζητήσει υπαγωγή στο πρόγραμμα επιείκειας, όμως ο τότε γενικός διευθυντής της Επιτροπής Π. Αδαμόπουλος ζήτησε χρηματικά ανταλλάγματα.

Οι σικέ διαγωνισμοί

Από την έρευνα της ΕΑ προέκυψε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις συνεννοούνταν και προαποφάσιζαν για την έκβαση κάθε διαγωνισμού. Ειδικότερα, συναποφάσιζαν:

α) Ποιος θα αναδειχθεί μειοδότης και θα πάρει το έργο διαγωνισμό.

β) Τι εκπτώσεις θα προσφερθούν και με ποιο συμβατικό τίμημα θα γίνει η ανάθεση.

γ) Ποιοι εργολάβοι δεν θα μετάσχουν στον διαγωνισμό και θα πάρουν οικονομικά ανταλλάγματα από τον ανάδοχο του έργου

δ) Εταιρείες που συμμετείχαν σε φαινομενικά ανταγωνιστικά σχήματα και κατέθεταν ξεχωριστές προσφορές, να μοιρασθούν τελικά το έργο

Οι συνεννοήσεις γίνονταν είτε μέσω τακτικών συναντήσεων, είτε ακόμη και μέσα από τη σύναψη ιδιωτικών συμφωνητικών, τα οποία εντοπίστηκαν κατά την έρευνα της ΕΑ.

Συμμετοχή κατά περιόδους στις συνεννοήσεις ή για συγκεκριμένους διαγωνισμούς είχαν ακόμη οι ακόλουθες εταιρείες: FCC, Vinci, Hochtief, Siemens, ΒΙΟΤΕΡ, ΕΚΤΕΡ, Θέμελη, Θεμελιοδομή, Κωνσταντινίδης, Alstom Transport, Iacovou Brothers, Archirodon Construction, Salini, Seli, Δομική Κρήτης, Ερέτβο, Αλέξανδρος Τεχνική, Nemesis, Van Oord, Tadei, Impresa, Rizzani και Μaire Tecnimont.

Σε συνεννοήσεις για κατανομή έργων ΣΔΙΤ (σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα) εμπλέκεται και η Αγροτική Τράπεζα.

Στο καρτέλ συμμετείχαν και 15 ακόμη εταιρείες, των οποίων όμως οι παραβάσεις έχουν παραγραφεί και η ΕΑ δεν μπορεί να τους επιβάλει πρόστιμο. Πρόκειται για τις Μηχανική, ΑΤΤΙΚΑΤ, Εμπεδος, ΕΛΤΕΡ, ΑΛΤΕ, Προοδευτική, Τεχνοδομή, Καματάκης, Θεσσαλική, Ευρωπαϊκή Τεχνική, Πάρνων, ΕΡΓΑΣ, ΓΕΝΕΡ, ΕΛΤΕΚ και Somague Engenharia.

Οι περισσότερες έχουν πλέον κλείσει, απορροφήθηκαν από άλλες, ή βρίσκονται στα πρόθυρα πτώχευσης.


18/05/2016
 Σοφοκλεους in

ΠΗΓΗ (link is external)

Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Ποιοι βοήθησαν την άνοδο της χούντας της 21ης Απριλίου 1967

Στις 16 Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 53% με την υπόσχεση του αρχηγού της Γεωργίου Παπανδρέου ότι θα εφαρμόσει πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα.

χούντα
Η ΕΡΕ, το παλάτι, ο στρατός, η αστυνομία, η πρεσβεία των ΗΠΑ, η CIA και το ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου αποτελεί παρένθεση, επένδυσαν στην τακτική του φόβου, όπως και σήμερα η ΝΔ: «αυτή η δραχμή είναι δική σου, μην αφήσεις τον Παπανδρέου να στην πάρει», στην κατάρρευση της οικονομίας, στην χρεοκοπία και στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Το 1961 είχε προηγηθεί το σχέδιο βίας και νοθείας «Περικλής» που αποκάλυψε ότι το παρακράτος, ξένοι και ντόπιοι, δεν θεωρούσαν τίποτα το παράνομο να προβαίνουν σε αντισυνταγματικές πράξεις χωρίς να τιμωρούνται από το 1947.
Ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις αλλά ήταν φανερό πως είχε την κυβέρνηση αλλά όχι την εξουσία και δεν πήρε σχεδόν κανένα μέτρο για να αλλάξει τις δομές του στρατού που λειτουργούσε κάτω από το παρακράτος του ΙΔΕΑ από το 1945(Μακαρέζος, Γεννηματάς, Σακελλαρίου, Πατίλης, Αγγελής, Καρδαμάκης, Σπαντιδάκης, Τζανετής κ.ά)με απομάκρυνση όσων δεν ήταν ΙΔΕΑ με τοποθετήσεις και προαγωγές των αξιωματικών της οργάνωσης. Ο Παπανδρέου διόρισε υπουργό άμυνας τον Γαρουφαλλιά και αρχηγό του Στρατού  τον Γεννηματά με υπόδειξη του παλατιού και των ξένων κέντρων εξουσίας, που επιδίωξη τους ήταν ότι η χώρα έπρεπε να διαφυλάξει το στεγανό του βασιλικού στρατεύματος.
Από την πρώτη στιγμή της ανόδου της Ένωσης Κέντρου, οι ΗΠΑ γνώριζαν ότι η εξωτερική και η εσωτερική πολιτική της Ελλάδας δε θα ήταν όπως ήταν από το 1947.
«Κάνουμε ό,τι θέλουμε, μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε και τίποτα δε μας σταματά», δήλωση Αμερικανού Σταθμάρχη το 1961 στον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ στις ελληνικές παρελάσεις κυκλοφορούσαν τα τανκς με αμερικάνικες σημαίες «ή βγάζετε τον Πλαστήρα από πρωθυπουργό και βάζετε τον Παπάγο ή τον Κανελλόπουλο ή τον βλάκα (έτσι αποκαλούσαν τον Σοφοκλή Βενιζέλο) ή βοήθεια στρατιωτική ή οικονομική δεν έχετε από το σχέδιο Τρούμαν-Μαρσάλ». Παρόμοια μεθοδολογία και σήμερα: ή υπογράφετε το μνημόνιο ή χρήματα δε θα πάρετε.
Δεξιές εφημερίδες (Βραδινή, Ελεύθερος Τύπος, Ημέρα, Ακρόπολις, Καθημερινή) από την άνοδο της Ένωσης Κέντρου το 1964 συμμετείχαν στο σχέδίο ανατροπής. Η κυβέρνηση Παπανδρέου Κερένσκι, διαλύει την ελληνική ΚΥΠ, διαλύεται και κομματικοποιείται το στράτευμα, η Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι, οι Λαμπράκισσες με τις μαύρες κάλτσες έχουν εισχωρήσει στο στράτευμα, οι χωροφύλακες έχουν κλειστεί στα σπίτια τους και κυκλοφορούν φήμες για πραξικόπημα του ΙΔΕΑ.
Ο Παπαδόπουλος κάνει το ψευδοσαμποτάζ του Έβρου ρίχνοντας ζάχαρη σε τανκς ενοχοποιώντας αριστερούς φαντάρους με φοβερά βασανιστήρια, όταν όλοι γνώριζαν ότι ήταν έργο του Παπαδόπουλου και ότι προετοίμαζαν πραξικόπημα και αναγκάζοντας τον Ηλία Ηλιού μέσα στη Βουλή να καταγγείλει προφητικά με τη σοφία του «ο Παπαδόπουλος μια μέρα θα μας δέσει».
Ο Π. Κανελλόπουλος σε συγκέντρωση στην Πλατεία Κλαυθμώνος δίνοντας κάλυψη σ’ όλες αυτές τις ψεύτικες  πληροφορίες εκραύγαζε «Να φύγει η κυβέρνηση των Λαμπράκηδων», «ο Παπανδρέου είναι εθνικός κίνδυνος», «κόπηκε η εθνική αναπνοή του στρατού», «η ύπαρξις και το κύρος του κράτους έχουν μηδενισθεί», «οι χωροφύλακες κρύπτονται και υφίστανται εκβιασμούς», « Τα μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη από 23.000 έχουν γίνει 65.000». Ζήτησε από τους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου να ανατρέψουν τον Παπανδρέου και ότι θα στηρίξει μια τέτοια κυβέρνηση αποστατών.
Οι εφημερίδες της δεξιάς άρχισαν να δημοσιεύουν μυστικές πληροφορίες και αστυνομικές εκθέσεις «για κομμουνιστικό κίνδυνο» και γελοίες πληροφορίες ότι οι κομμουνιστές συγκεντρώνουν όπλα για να καταλάβουν την εξουσία, που φυσικά ποτέ δε βρέθηκαν.
Στη δίκη της Χούντας ο τελευταίος πρωθυπουργός της χώρας, ο πολιτικός προϊστάμενος της ΚΥΠ, ο σοφός ακαδημαϊκός δάσκαλος  με 60 χρόνια στην πολιτική Π. Κανελλόπουλος δήλωνε ότι δε γνώριζε για τον κίνδυνο πραξικοπήματος  και ότι «έπεσε θύμα ψευδών πληροφοριών». Η χώρα μας όπως και η Κύπρος πλήρωσαν πολύ ακριβά την ανεπάρκειά του.
Σε λίγους μήνες ξέσπασε το σκάνδαλο «Ασπίδα» με την καταγγελία της Βραδινής ότι πολιτικός αρχηγός της οργάνωσης ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο αντιστράτηγος Σίμος που ανέλαβε την διοικητική εξέταση είχε αποφανθεί να ελεγχθούν μόνο 3-4 λοχαγοί. Μάρτυρες κατηγορίας κατά του Ασπίδα πολλοί πρωταγωνιστές της μετέπειτα χούντας: Θεοφλογιαννάκος, Καρύδας, Παλαϊνης, Κουρκουλάκος, Στειακάκης, Πετάνης, Γκόρος Γεννηματάς, Σαμψών κ.ά. και πολιτικοί όπως  Κανελλόπουλος Π., Γαρουφαλιάς, Νόβας Φαρμάκης, κ.ά. Ο Κανελλόπουλος μετά δήλωσε ότι δεν αποδείχθηκε πουθενά ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αρχηγός και παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος. Ενώ ο ίδιος με προηγούμενες δηλώσεις του κατήγγειλε  προφητικά  «Ο κύριος Παπανδρέου  σήκωσε άδικα το χέρι του ενάντια στην ακεραιότητα  των ενόπλων δυνάμεων και θα πληρώσει γι’ αυτό το σοβαρό σφάλμα ». Μετά από λίγους μήνες δήλωνε πάλι ότι «συγγνώμη,  έκανα λάθος».
Οι ΗΠΑ  προσπάθησαν να επιβάλουν Νατοϊκή λύση διχοτόμησης  στην Κύπρο ανακοινώνοντας το σχέδιο  ΑΤΣΕΣΟΝ  και απειλώντας την Ελλάδα ότι δεν θα εμποδίσουν την Τουρκία  σε περίπτωση επίθεσης κατά της Ελλάδος και  ότι οι Τούρκοι  με την Τουρκική Αεροπορία  που διαθέτουν είναι ικανοί να κάψουν όλη την Ελλάδα.
Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν δέχτηκαν το Σχέδιο που προέβλεπε Βάση Τούρκικη και Αγγλική στην Κύπρο, δηλαδή Διχοτόμηση, παραχώρηση του Καστελόριζου  στην Τουρκία και  Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δηλώνοντας στον Αμερικάνό Πρόεδρο ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν προβλέπει παραχώρηση ελληνικού εδάφους και ότι η Ελληνική Βουλή δε θα ψήφιζε το σχέδιο.
Ο Πρόεδρος Τζόνσον στην άρνηση της Ελλάδας και της Κύπρου για το σχέδιο Άτσεσον  δήλωσε  «Γαμώ το Σύνταγμά σας, τη Βουλή  και την Δημοκρατία σας. Η Αμερική είναι ελέφαντας και σεις είστε ψύλλοι. Θα βάλω  τον  ελέφαντα να σας απορροφήσει και  να διαβιβάσετε στον Πρωθυπουργό σας ότι είναι λίγα τα ψωμιά σας».
Στις 15 Ιουλίου  1967  υποχρεώνεται ο Γ. Παπανδρέου σε παραίτηση από τον βασιλιά  και αρχίζει η σαλαμοποίηση και ο τεμαχισμός  της Ε.Κ. με πρωταγωνιστές τον Νόβα, Τσιριμώκο, Στεφανόπουλο και Μητσοτάκη κ.ά.  σε συνεργασία  με το παλάτι, τη CIA, τον  Αμερικάνο σταθμάρχη στην Αθήνα, το Στρατό, την Αμερικάνικη Πρεσβεία, το ΝΑΤΟ, την Αστυνομία  και τους αποστάτες με την κάλυψη και της ΕΡΕ.
Ο Λαός αντέδρασε με συγκεντρώσεις πρωτοφανείς. Έφτασαν το ένα εκατομμύριο με σοβαρά επεισόδια  (δολοφονία Πέτρουλα κ.ά.), αλλά και μεγάλες καταστροφές από το παρακράτος όπως απεδείχθη στη συνέχεια για να προετοιμάσουν το παρακρατικό πραξικόπημα της 21ηςΑπριλίου 1967. Ακολούθησαν 7 χρόνια βασανιστήρια, φυλακές, εξορίες, εκτελέσεις και καταστροφή για την πατρίδα μας και την Κύπρο με την τουρκική εισβολή με τη βοήθεια των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ.
Παράφρονες αξιωματικοί εκπαιδευόμενοι σε στρατιωτικές μονάδες των ΗΠΑ και της CIA μας έβαλαν στο γύψο «δια της επαναστάσεως» που κράτησε 7 χρόνια με την καταστροφή της πατρίδας μας και της Κύπρου. 
Μανόλη Κυριάκη
Θερμά συγχαρητήρια Μανόλη! 
Μέσα σε λίγες γραμμές έδωσες όλο το πλαίσιο 
της καταστροφής της Ελλάδας
και της προδοσίας της Κύπρου! 
Εύχομαι να διαβάσουν το άρθρο σου πολλοί 
από αυτούς που βρίσκουν τη Χούντα... καταπληκτική, 
επειδή... ανόρθωσε οικονομικά τη χώρα, 
και έφτιαξε την... εθνική μας οδό, γνωστή και ως "καρμανιόλα"!
Όσο, δε, για το μαρτυρικό νησί, 
ε, αυτό είναι πια... βεβαιωμένο ποιος το πρόδωσε!
Ο Μακάριος που... σκοτώθηκε στο πραξικόπημα
 -όπως μας ανακοίνωσαν τότε οι ελεεινοί και τρισάθλιοι προδότες-, 
και ο... Καραμανλής από το Παρίσι που ήταν αυτοεξόριστος!
Ο Μακάριος γιατί... κάλεσε την Τουρκία να επιτεθεί, 
επειδή στον ΟΗΕ μίλησε για εισβολή! 
Για να μην... προδώσει θα έπρεπε να μιλήσει για... εκδρομή, μάλλον, 
των Χουντικών στην Κύπρο! 


Τρίτη 18 Απριλίου 2017

ΗΠΑ και χούντα ήθελαν να κλείσουν το Κυπριακό

«O μόνος τρόπος να αποφευχθεί ο πόλεμος είναι να αποδεχθεί η Ελλάδα το συντομότερο τους τουρκικούς όρους». 

Σε αυτήν τη λιτή φράση που περιέχεται σε έγγραφο του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στις 23 Νοεμβρίου 1967, συμπυκνώνεται η συμφορά που φέρνει στην Κύπρο η πολιτική της χούντας των συνταγματαρχών, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της εξουσίας της. 

Και αυτό γιατί ο ουσιωδέστερος τουρκικός όρος συνίσταται στην άμεση αποχώρηση από τη Μεγαλόνησο της ελληνικής μεραρχίας που έχει στείλει μυστικά εκεί από το 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου. 

Τι σημασία έχει αυτή η απόσυρση της μεραρχίας, η οποία υλοποιείται ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, θα φανεί επτά χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1974, όταν ο τουρκικός «Αττίλας» θα καταλάβει τη μισή Κύπρο με στρατιωτικό περίπατο.

Το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας έχει αρχίσει τους εκβιασμούς του εναντίον του Μακαρίου ήδη από την 1η Ιουλίου 1967, την ώρα που η Μέση Ανατολή και όλος ο κόσμος είναι ανάστατος από τον «πόλεμο των έξι ημερών» του Ισραήλ εναντίον των Αράβων, ο οποίος έχει γίνει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. 

Οι υπό καθεστώς λογοκρισίας αθηναϊκές εφημερίδες εξαπολύουν επίθεση εναντίον του προέδρου της Κύπρου, φωτογραφίζοντάς τον χωρίς να τον κατονομάζουν μιλώντας για «αρνητάς και λιποτάκτας του αγώνος», οι οποίοι «πρέπει να απομονωθούν και να υποχρεωθούν όπως εγκαταλείψουν τα υπεύθυνα αξιώματά των». «Οι κατευθυνόμενες επιθέσεις από τον Τύπο αποσκοπούν στον εξαναγκασμό του Μακάριου να αποδεχθεί κάποια συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης ή να παραιτηθεί», αναφέρει σε έγγραφό του ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ. 

Πραγματικά, ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, συνοδεύοντας τον πρωθυπουργό-ανδρείκελο K. Κόλλια, συναντάται στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου στην Αλεξανδρούπολη και στην τουρκική κωμόπολη Κεσάν για να λύσουν το Κυπριακό. H συνάντηση του Εβρου καταλήγει σε οικτρό φιάσκο.


Η χούντα ολοκληρώνει το έγκλημά της στα μέσα Νοεμβρίου, όταν ελληνικές δυνάμεις υπό τον Γρίβα διαπράττουν σφαγές Τουρκοκύπριων αμάχων στα χωριά Κοφίνου και Αγιος Θεόδωρος. 

H Αγκυρα βρίσκει την ευκαιρία που ζητούσε. Ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κύπρο και θέτει ως όρο την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας για να μη το κάνει. O πλήρως άσχετος με το Κυπριακό Σάιρους Βανς αποστέλλεται ως μεσολαβητής εκ μέρους του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, στις 23 Νοεμβρίου, και δύο 24ωρα αργότερα το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας έχει υποκύψει ολοκληρωτικά στους τουρκικούς όρους, αφήνοντας την Κύπρο άοπλη.
Οι Αμερικανοί κάθε άλλο παρά απογοητεύονται από την εξέλιξη. «H Ελλάδα επιθυμεί να απαλλαγεί από το βάρος του Κυπριακού και αυτό είναι κάτι που μπορεί να πετύχει μόνο υπό δικτατορικό καθεστώς και κατά συνέπεια πρέπει να συνεισφέρουμε στη διευθέτηση του εν λόγω προβλήματος πριν από την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα», τονίζει ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ σε συνεδρίαση, παρουσία του προέδρου Τζόνσον, στις 5 Δεκεμβρίου 1967.
Τα αρχεία
Η διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος αποτέλεσε άμεσο και διακαή πόθο της νεοσύστατης κυβέρνησης των Συνταγματαρχών, δεδομένου ότι τυχόν θετική εξέλιξη στο μείζον αυτό εθνικό θέμα, όχι μόνον θα της προσέδιδε κύρος, αλλά θα την εδραίωνε ακόμη περισσότερο στην εξουσία. Στην προσπάθειά της αυτή, η χούντα ήταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει θεμιτά και αθέμιτα μέσα, που υποσκέλιζαν την ανεξαρτησία της Κύπρου και προσέβλεπαν στον εκτοπισμό του Μακαρίου.
Οι προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είχαν γίνει αντιληπτές στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο στις 12 Ιουλίου του 1967 απέστειλε σε όλες τις πρεσβείες του στις χώρες-μέλη του NATO έγγραφο με την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ρασκ, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Βάσει ανεξακρίβωτων πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να μελετάει το ενδεχόμενο λύσης του γόρδιου δεσμού του Κυπριακού ανεξαρτήτως της στάσης του Μακαρίου και του πολιτικού του περίγυρου. Παρά τις φήμες που κυκλοφορούν τελευταία, τόσο στην Αθήνα όσο και τη Λευκωσία, δεν διαθέτουμε αδιάσειστα στοιχεία ότι επίκειται πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Φαίνεται ότι οι κατευθυνόμενες επιθέσεις από τον Τύπο εις βάρος του τελευταίου αποσκοπούν στον εξαναγκασμό του να εγκαταλείψει την πάγια θέση του περί «αυθεντικής Ενωσης», να αποδεχθεί κάποια συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης ή να παραιτηθεί».
Ο Ρασκ επιχειρεί να εξηγήσει το παρεμβατικό σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης, εστιάζοντας το πρόβλημα στα εξής: Στον μη δημοκρατικό της χαρακτήρα που της δίνει τη δυνατότητα να διευθετήσει το ζήτημα, ικανοποιώντας παράλληλα τις απαιτήσεις της Τουρκίας (παραχωρώντας ή ενοικιάζοντας ενδεχομένως στρατιωτική βάση στη γείτονα). Στο ότι η επίλυση του Κυπριακού θα τονώσει το ηθικό των πολιτών και θα προσδώσει διεθνές κύρος στο καθεστώς. Στον φόβο ότι ο Μακάριος μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της πλήρους ανεξαρτησίας και στη δράση του κρυφο-κομμουνιστικού ΑΚΕΛ, που θεωρείται απειλή για τον ευρύτερο ελληνισμό.
Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ σημειώνει ότι οι πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, Γκούρα, και του Τούρκου ομολόγου του, Τσαγλαγιανγκίλ, δεν κατέληξαν σε συμφωνία, καθώς ο τελευταίος επέμεινε σε παραχώρηση βάσης στη βόρεια Κύπρο με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα για λογαριασμό της Τουρκίας και όχι ενοικίαση. H τότε εκτίμηση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, αναφορικά με τις εξελίξεις στην Κύπρο, ήταν η παρακάτω: 
«1) Μυστική συμφωνία Ελλάδας - Τουρκίας για «Ενωση» με παραχώρηση στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία είτε στη Δεκέλεια είτε στην Καρπασία χερσόνησο και εγγυήσεις για τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας. 
2) Εξουδετέρωση, ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, του Μακαρίου, του ΑΚΕΛ και όσων διαφωνούν με την «Ενωση». 
3) «Ενωση» υπό καθεστώς κοινοπολιτείας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, την 1η Ιουλίου, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Φιλ Τάλμποτ, είχε ενημερώσει με τηλεγράφημά του την Ουάσιγκτον πως «η χούντα ετοιμάζει κάτι σχετικά με το Κυπριακό».
Το μνημόνιο
Οπως διαφαίνεται από μνημόνιο, που απέστειλε ο Ρασκ στον πρόεδρο Τζόνσον, στις 21 Ιουλίου του 1967, η θέση της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να αποδεχθεί «την οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα ενδιαφερόμενα κράτη (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία και Κύρπος)». O ίδιος θεωρεί επιτακτική την αναθέρμανση των σχέσεων ΗΠΑ - Ελλάδας, «δεδομένου ότι στη χώρα υπάρχουν εγκαταστάσεις υψίστης σημασίας για τον αμερικανικό στρατό, δεδομένης της κρίσης στη Μέση Ανατολή και του σοβιετικού παρεμβατισμού στην ευρύτερη περιοχή».
Παρά ταύτα, όπως καθίσταται σαφές από την αλληλογραφία μεταξύ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της πρεσβείας των ΗΠΑ, στην Αγκυρα τον Αύγουστο του 1967, και ενώ είχε ήδη δρομολογηθεί η συνάντηση του Εβρου, η τουρκική κυβέρνηση δεν έβρισκε σημείο επαφής με τη χούντα. Σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (29 Αυγούστου) ο Αμερικανός πρέσβης Χαρτ μετέφερε εμπιστευτική συνομιλία του με τον Τσαγλαγιανγκίλ, στην οποία ο Τούρκος αξιωματούχος εξέφραζε τη δυσπιστία του ως προς τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την προγραμματισμένη συνάντηση σε επίπεδο πρωθυπουργών («αποτελεί χειρονομία που αποσκοπεί στο να επιδείξει στους συμμάχους της στο NATO τη νομιμότητά της»), φέρεται να μην αποδέχεται την ενοικίαση βάσης στη βόρεια Κύπρο και προτείνει στους Αμερικανούς να ασκήσουν πίεση στον βασιλιά Κωνσταντίνο να «αποδεχθεί λύση του Κυπριακού, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της χώρας του και την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή».
Ο Χαρτ τόνισε στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών ότι η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη για επίλυση του Κυπριακού, «δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ελληνική κύβέρνηση δεν είναι εκλεγμένη και συνεπώς δεν θα δεχθεί πιέσεις από την εγχώρια κοινή γνώμη». Με τηλεγράφημά του στις 31 Αυγούστου, ο Χαρτ ενημέρωσε τους ανωτέρους του πως επίκειται συνάντηση μεταξύ του Ελληνα και του Τούρκου πρωθυπουργού στη Θράκη στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου. O ίδιος παράλληλα σημείωσε, πάντως, την απαισιοδοξία του Τούρκου πρωθυπουργού, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, για κάποια θετική εξέλιξη.
Η συνάντηση του Εβρου
Τα αρχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν αναφέρονται λεπτομερώς στη συνάντηση του Εβρου. H αποτυχία της, ωστόσο, καταγράφεται στα πρακτικά της συνάντησης Τζόνσον - Κωνσταντίνου, στις 11 Σεπτεμβρίου, όπου ο βασιλιάς εκφράζει την απογοήτευσή του για την αποτυχία των συνομιλιών. Σε τηλεγράφημά του προς την πρεσβεία στην Αθήνα, ο Ρασκ δηλώνει επίσης απογοητευμένος από την εξέλιξη της συνάντησης Παπαδόπουλου - Ντεμιρέλ και τονίζει ότι «η ελληνική αντιπροσωπεία έφτασε στην Αλεξανδρούπολη με φουσκωμένες προσδοκίες» και σημειώνει ότι «η τουρκική κυβέρνηση αύξησε το τίμημα της «Ενωσης»».
Από την πλευρά του ο Παπαδόπουλος, όπως αναφέρει σε τηλεγράφημά του (20 Σεπτεμβρίου) ο Τάλμποτ, πίστευε πως «πίσω από τα τερτίπια των Τούρκων κρύβονταν οι Βρετανοί». Από τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκύπτει ότι, κατόπιν της παραπάνω εξέλιξης, οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να διαδραματίσουν ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της χούντας και των Τούρκων, ενώ η κυπριακή πλευρά επέμενε να παίζει το χαρτί του OHE.
H Κύπρος
Τον Νοέμβριο του 1967, η κατάσταση στην Κύπρο επιδεινώθηκε εξαιτίας των προβοκατόρικων επιχειρήσεων των ελληνικών δυνάμεων υπό τον στρατηγό Γρίβα στον Αγιο Θεόδωρο και στην Κοφίνου. Στις 16 Νοεμβρίου, και ενώ οι μάχες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων παραστρατιωτικών μαίνονταν, η Τουρκία απαίτησε από τη χούντα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, την ανάκληση του Γρίβα, την αποζημίωση των θυμάτων των ελληνοκυπριακών επιθέσεων και την άρση των περιορισμών εις βάρος των Τουρκοκυπρίων.
Στις 22 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Τζόνσον ζήτησε από τον υφυπουργό Αμυνας Σάιρους Βανς να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, προκειμένου να αποτραπεί η σύρραξη Ελλάδας - Τουρκίας. Στις 15 Νοεμβρίου, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Στιούαρτ Ρόκγουελ, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, Χαρτ, εξέφραζε την πεποίθησή του ότι «εφόσον η κατάσταση ομαλοποιηθεί, οι Τούρκοι δεν θα προβούν σε κάποια επιθετική ενέργεια, αν και οι όποιες προληπτικές κινήσεις από πλευράς τους είναι αναμενόμενες». O Ρόκγουελ ενημέρωσε τον πρέσβη πως η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από την κυπριακή την απόσυρση της Εθνικής Φρουράς (στο έγγραφο σημειώνεται ότι οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι ήλπιζαν ότι η συνομιλία τους παρακολουθούνταν από τους Τούρκους). Σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (17 Νοεμβρίου), πάντως, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τάλμποτ, σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός, Κόλλιας, του επισήμανε πως «ο Γρίβας παίρνει εντολές από την κυπριακή κυβέρνηση και όχι από την Αθήνα» και ότι ο Κωνσταντίνος τον ενημέρωσε ότι «ο Γρίβας διετάχθη να αποχωρήσει».
Οταν στις 18 Νοεμβρίου ο Χαρτ μετέφερε μήνυμα του Αμερικανού προέδρου προς τον Τούρκο ομόλογό του, Σουνάι, για επίδειξη ψυχραιμίας, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο για σφαγές Τουρκοκυπρίων και τόνισε: «Περίμενα ότι δεδομένης της κατάστασης, οι Αμερικανοί φίλοι μας θα μας διεμήνυαν ότι μετάνιωσαν που στο παρελθόν απέτρεψαν την τουρκική πρωτοβουλία και θα αναγνώριζαν ότι πλέον η όποια απόφαση βρίσκεται στα χέρια μας».
Στις 22 Νοεμβρίου, ύστερα από έκτακτη συνεδρίαση στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος κάλεσε τον Τάλμποτ για να του ζητήσει να μεσολαβήσει προκειμένου να πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ του ιδίου του Σουνάι, των πρωθυπουργών και των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας στις ΗΠΑ υπό την αιγίδα του προέδρου Λίντον Τζόνσον.
Αποστρατιωτικοποίηση
Οπως αναφέρει ο Τάλμποτ σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (22 Νοεμβρίου), ο Κωνσταντίνος είχε νωρίτερα, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κάνει λόγο για αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου και πλέον επιθυμούσε την παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον για τον σκοπό αυτό.
Υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης του νησιού τασσόταν και ο Μακάριος, ο οποίος όμως, όπως φαίνεται από το τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία, Μπλέτσερ (22 Νοεμβρίου), δεν επιθυμούσε -αναλογιζόμενος το πολιτικό κόστος- να αναλάβει την ευθύνη μιας τέτοιας πρότασης.
Η πρόταση της τουρκικής πλευράς για την ειρηνική διευθέτηση της κρίσης ήταν η εξής: 
«1) Επιβεβαίωση από πλευράς της Τουρκίας της ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου. 
2) Απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας, η παρουσία της οποίας αποτελεί καταπάτηση των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. 
3) Αναβάθμιση του ρόλου της ειρηνευτικής δύναμης του OHE (UNFICYP). 
4) Καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων. 
5) Διευθέτηση του ζητήματος της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων ανεξαρτήτως των ελληνοκυπριακών αρχών».
Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Μπλέτσερ προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (22 Νοεμβρίου), ο Μακάριος αποδεχόταν τους τρεις πρώτους όρους της Τουρκίας, αλλά εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το ζήτημα των αποζημιώσεων και της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων.
Κατόπιν των παραπάνω εξελίξεων, οι Αμερικανοί με κύριο εκφραστή τους τον Σάιρους Βανς ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να πείσουν την τουρκική πλευρά να άρει την άκαμπτη και πολεμοχαρή στάση της και να υποχρεώσουν την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τον Μακάριο, να αποδεχθούν τους όρους των Τούρκων. «O μόνος τρόπος να αποφευχθεί ο πόλεμος», υποστηρίζει σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον (23 Νοεμβρίου) ο Τάλμποτ, «είναι να αποδεχθεί η Ελλάδα τους τουρκικούς όρους το συντομότερο». H κυβέρνηση των Συνταγματαρχών επέλεξε αρχικά μια «σκληρή» στάση ενώπιον του Βανς.
Σε άλλο έγγραφο της πρεσβείας των ΗΠΑ προς την Ουάσιγκτον (23 Νοεμβρίου) αναφέρεται πως «ο υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης επιθυμούσε την ειρήνη, αλλά όχι με τίμημα την εθνική ταπείνωση». H εκτίμηση του τελευταίου ήταν ότι η αποχώρηση της μεραρχίας θα σήμαινε την εκδήλωση νέων ταραχών με τελική κατάληξη την τουρκική εισβολή.
Ο Βανς αντιπρότεινε να καλέσει ταυτόχρονα ο γενικός γραμματέας του OHE την Ελλάδα να αποσύρει τη μεραρχία και την Τουρκία να ρίξει τους τόνους, πρόταση που δεν βρήκε αντίθετο τον Πιπινέλη. 

H Τουρκία, ωστόσο, δεν έκανε αποδεκτό το σχέδιο Βανς. «Κατά την άποψη του Τσαγλαγιανγκίλ», γράφει ο Χαρτ σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον, «το σχέδιο Βανς δεν αποτελεί παρά μια προσπάθεια διάσωσης της διεθνούς εικόνας των Ελλήνων, αγνοώντας το κύρος της Τουρκίας».
Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε, τελικά, στις 28 Νοεμβρίου, όλους τους όρους των Τούρκων, που υποχώρησαν μόνο στο ζήτημα του χρόνου απόσυρσης της ελληνικής μεραρχίας.
Πλέον, το πρόβλημα των Αμερικανών ήταν να πείσουν τον Μακάριο. Εντολή του Ρασκ προς την αμερικανική πρεσβεία στη Λευκωσία ήταν να αποτραπεί με κάθε τρόπο η όποια προσπάθεια του Μακαρίου να «προσπεράσει» την ελληνοτουρκική συμφωνία και να θέσει το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του σχετικά με τον όρο της συμφωνίας που αναφερόταν στη διεύρυνση του ρόλου της UNFICYP, ο Μακάριος αποδέχθηκε το σχέδιο κατόπιν παρέμβασης του γενικού γραμματέα του OHE, Θαντ.
Τα πρακτικά της συνεδρίασης μεταξύ του προέδρου Τζόνσον, του Σάιρους Βανς, του Ρασκ και των λοιπών αξιωματούχων του αμερικανικού ΥΠΕΞ, που πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Οίκο στις 5 Δεκεμβρίου του 1967, αναδεικνύουν την άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τον ρόλο της χούντας.

Ο Ρασκ ανέφερε χαρακτηριστικά: «H Ελλάδα επιθυμεί να απαλλαγεί από το βάρος του Κυπριακού και αυτό είναι κάτι που μπορεί να επιτύχει μόνο υπό δικτατορικό καθεστώς και κατά συνέπεια, πρέπει να συνεισφέρουμε στη διευθέτηση του εν λόγω προβλήματος πριν από την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα».

Η Καθημερινη

Η Νομική Εταιρεία που Συνεργάζεται με Ολιγάρχες, Μαφιόζους και Δικτάτορες

Το Δεκέμβριο του 2014, το VICE δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας ενός χρόνου του δημοσιογράφου Ken Silverstein για τις «σκιώδεις» συμφωνίες της Mossack Fonseca, της νομικής εταιρίας που «πρωταγωνιστεί» στα Έγγραφα του Παναμά.
Ένας από τους στόχους μιας αποκαλούμενης εταιρείας-βιτρίνα είναι τα χρήματα που έχουν επενδυθεί σ' αυτή να μην μπορούν να οδηγήσουν στον ιδιοκτήτη της. Ας πούμε, για παράδειγμα, ότι είσαι δικτάτορας που θέλει να χρηματοδοτήσει την τρομοκρατία, να δωροδοκηθεί ή να κλέψει την περιουσία του κράτους του. Η εταιρεία-βιτρίνα είναι μια ψεύτικη οντότητα που σου επιτρέπει να διατηρείς και να κινείς μετρητά με εταιρική επωνυμία χωρίς οι φορολογικές αρχές ή οι διεθνείς ελεγκτικοί μηχανισμοί να γνωρίζουν πως είναι δικά σου. Όταν τα χρήματα είναι «μεταμφιεσμένα» σαν περιουσιακά στοιχεία αυτής της επιχείρησης –που παραδοσιακά συστήνεται από έναν αξιόπιστο δικηγόρο ή κάποιον φίλο σ' έναν υπεράκτιο φορολογικό παράδεισο για να σκεπάσει με ακόμα περισσότερο σκοτάδι την ιδιοκτησία– μπορείς να τα ξοδέψεις ή να τα χρησιμοποιήσεις για άλλους, νέους φαύλους σκοπούς. Αυτός είναι ο ακριβής ορισμός του ξεπλύματος χρήματος –όταν παίρνουμε βρόμικα χρήματα και τα «καθαρίζουμε»– και οι εταιρείες-βιτρίνα το κάνουν δυνατό. Είναι «οχήματα απόδρασης», λέει ο πρώην ερευνητής της αμερικανικής Υπηρεσίας Τελωνείων Keith Prager, «για ληστές τραπεζών».
Μερικές φορές, ωστόσο, διεθνείς ερευνητές είναι σε θέση να ακολουθήσουν τα ίχνη του χρήματος. Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του Rami Makhlouf, του πλουσιότερου και πιο ισχυρού επιχειρηματία στη Συρία. Ο Makhlouf πιστεύεται ευρέως ότι είναι ο «πλασιέ» –ένα άτομο που συλλέγει και διαχειρίζεται παράνομα κέρδη– του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ο οποίος στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών έχει συμβάλλει στον αφανισμό περισσότερων από 200.000 πολιτών στο πλαίσιο του εμφύλιου πολέμου.
Εκτός του Άσαντ, λίγοι άνθρωποι στη Συρία είναι περισσότερο μισητοί από τον Makhlouf. Είναι άλλωστε ο ξάδερφος του προέδρου και αδερφός του αρχηγού των Συριακών Μυστικών Υπηρεσιών. Χρησιμοποιώντας αυτές τις επαφές, ο Makhlouf έχτισε ένα επιχειρηματικό δίκτυο που εκτεινόταν από τις τηλεπικοινωνίες στην ενέργεια έως τον τραπεζικό τομέα, ενώ μέχρι να φτάσει τα 40 είχε καταφέρει να δημιουργήσει περιουσία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων. Όταν άρχισε η εξέγερση κατά του καθεστώτος, στις αρχές του 2011, οι διαδηλωτές πυρπόλησαν υποκατάστημα της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που είχε και τραγουδούσαν «Ο Makhlouf είναι κλέφτης!»
Το 2006, το βρετανικό περιοδικό New Statesman ανέφερε ότι «καμία αλλοδαπή εταιρεία δεν μπορεί να κάνει δουλειά στη Συρία χωρίς την έγκριση ή την εμπλοκή του Makhlouf» και ένα διαβαθμισμένο τηλεγράφημα του 2008 από την αμερικανική πρεσβεία στη Δαμασκό που δόθηκε στη δημοσιότητα από τα WikiLeaks τον περιέγραψε ως «το αγόρι της αφίσας της διαφθοράς στη Συρία». Την ίδια χρονιά, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρείες να κάνουν δουλειές με τον Makhlouf, λέγοντας ότι «είχε στήσει την εμπορική αυτοκρατορία του εκμεταλλευόμενος τις σχέσεις του με μέλη του συριακού καθεστώτος» και «χρησιμοποίησε Σύρους πράκτορες για να εκφοβίσει τους επιχειρηματικούς αντιπάλους του».
Όταν το 2011 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας και οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας άρχισαν να σκοτώνουν τους αντιπάλους του Άσαντ, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση έβαλαν τον Makhlouf σε μια λίστα με τους φίλους του καθεστώτος των οποίων τα διεθνή περιουσιακά στοιχεία θα έπρεπε να εντοπιστούν και να κατασχεθούν, γιατί, όπως το έθεσε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, έγινε πλούσιος δωροδοκώντας και «συνεπικουρώντας τη δημόσια διαφθορά Σύρων αξιωματούχων του καθεστώτος».
Εάν ο Makhlouf ήταν ληστής τράπεζας, το όχημα διαφυγής του θα ήταν μια εταιρεία με την επωνυμία Drex Technologies SA. Τον Ιούλιο του 2012, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών αναγνώρισε την Drex –εικονική οντότητα με έδρα στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους– ως το εταιρικό όχημα που ήλεγχε μυστικά ο Makhlouf και χρησιμοποιούσε για να «διευκολύνει και να διαχειρίζεται τις διεθνείς χρηματοοικονομικές συμμετοχές του». Με άλλα λόγια, ας πούμε ότι ο Makhlouf έβγαλε μερικά εκατομμύρια δολάρια όντας στην κορυφή μιας μυστικής επιχειρηματικής συμφωνίας με έναν διεφθαρμένο Σύρο αξιωματούχο. Δεν μπορούσε να τα βάλει σε τραπεζικό λογαριασμό, γιατί με αυτόν θα συνδεόταν. Αντ' αυτού, τα διοχέτευσε μέσω της Drex, ώστε το χρήμα να μην μπορεί να συνδεθεί μαζί του.
Στα τέλη του Οκτωβρίου του 2014, κατάφερα να πάρω αρκετά έγγραφα για την Drex από το γραφείο μητρώου εταιρειών των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Τα αρχεία δεν αποκαλύπτουν και πολλά – για παράδειγμα το όνομα του Makhlouf δεν αναφέρεται πουθενά σ' αυτά. Έπρεπε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία να οδηγήσει σε διεθνείς έρευνες, προκειμένου να εντοπιστούν και να παγώσουν τα περιουσιακά στοιχεία του Makhlouf και άλλων ληστών του καθεστώτος Άσαντ, ώστε το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να ανακαλύψει ότι ο ίδιος ήλεγχε την εταιρεία και ήταν ιδιοκτήτης, ανώτερο στέλεχος και μέτοχός της. Αλλά μέχρι τη στιγμή που συνέβη αυτό ήταν ήδη πολύ αργά, καθώς η Drex είχε εξαφανιστεί από το μητρώο εταιρειών των Βρετανικών Παρθένων Νήσων. Με άλλα λόγια, η Drex Technologies SA ήταν το όχημα που έκρυβε τις σκιώδεις οικονομικές δραστηριότητες του Makhlouf και μέχρι αυτό να αποκαλυφθεί, ο Makhlouf είχε άπλετο χρόνο να μεταφέρει τις επιχειρήσεις και τα περιουσιακά στοιχεία του σε άλλη υπεράκτια δικαιοδοσία.
Σε όλο τον κόσμο υπάρχει τεράστιος αριθμός νομικών εταιρειών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πολλές από αυτές καταχωρίζουν βιτρίνες ακριβώς τόσο σκιώδεις όσο η Drex
Ωστόσο, ποιος καθιστά την ύπαρξη αυτών των εικονικών οντοτήτων δυνατή; Για να λειτουργήσουν, οι εταιρείες-βιτρίνα όπως η Drex χρειάζονται έναν πιστοποιημένο πράκτορα, μερικές φορές έναν δικηγόρο που καταθέτει τα απαιτούμενα εταιρικά έγγραφα και του οποίου το γραφείο συνήθως λειτουργεί ως έδρα της εικονικής επιχείρησης. Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ένα στρώμα προστασίας μεταξύ της εταιρείας-βιτρίνα και του ιδιοκτήτη της, ειδικά εάν η εικονική εταιρεία είναι καταχωρισμένη σ' έναν μυστικό φορολογικό παράδεισο όπου οι πληροφορίες για την ιδιοκτησία της φυλάσσονται πίσω από ένα αδιαπέραστο τείχος νόμων και κανονισμών. Στην περίπτωση του Makhlouf –και, όπως ανακάλυψα, στις περιπτώσεις πολλών άλλων διεφθαρμένων επιχειρηματιών και διεθνών γκάνγκστερ– η οργάνωση που βοήθησε στη σύσταση της εταιρείας-βιτρίνα και στη θωράκισή της από τον διεθνή έλεγχο ήταν μια νομική εταιρεία που λέγεται Mossack Fonseca και ήταν ο πιστοποιημένος πράκτορας της Drex από τις 4 Ιουλίου του 2000 έως τα τέλη του 2011.
Ιδρύθηκε στον Παναμά το 1977 από τον γερμανικής καταγωγής Jurgen Mossack και έναν Παναμέζο ονόματι Ramón Fonseca, έναν αντιπρόεδρο του σημερινού κυβερνώντος κόμματος της χώρας, ενώ αργότερα προστέθηκε και τρίτος συνέταιρος, ο Ελβετός δικηγόρος Christoph Zollinger. Από τη δεκαετία του '70, η νομική εταιρεία έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές της και σήμερα δουλεύει με θυγατρικά γραφεία σε 44 χώρες, μεταξύ άλλων στις Μπαχάμες, στην Κύπρο, στο Χονγκ Κονγκ, στην Ελβετία, τη Βραζιλία, στο νησί Τζέρσεϊ, το Λουξεμβούργο, στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους και –ίσως το πιο ανησυχητικό– στις ΗΠΑ, ειδικά στις πολιτείες του Γουαϊόμινγκ, της Φλόριντα και της Νεβάδα.
Η Mossack Fonseca, φυσικά, δεν είναι η μοναδική εταιρεία που στήνει εταιρείες-βιτρίνα για τους απατεώνες και τους φοροφυγάδες του πλανήτη. Σε όλο τον κόσμο υπάρχει τεράστιος αριθμός ανταγωνιστικών εταιρειών και πολλές από αυτές καταχωρίζουν βιτρίνες τόσο σκιώδεις όσο η Drex. Αυτό αποδεικνύεται και από την υπόθεση του Viktor Bout, ο οποίος τη δεκαετία του '90 πουλούσε όπλα στους Ταλιμπάν μέσω μιας πιστοποιημένης εταιρείας-βιτρίνα του Ντέλαγουερ. Πιο πρόσφατα, το 2010, ένας άντρας ονόματι Khalid Ouazzani ομολόγησε ότι χρησιμοποιούσε μια εταιρεία στο Κάνσας Σίτι του Μιζούρι, με την επωνυμία Truman Used Auto Parts, για να μεταφέρει χρήματα στην Αλ Κάιντα. Διαφορετικά ρεπορτάζ και διεθνείς έρευνες υποδεικνύουν τη Mossack Fonseca ως εταιρεία-δημιουργό εταιρειών-βιτρίνα με μεγάλη εμβέλεια παγκοσμίως, ωστόσο τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014 χρησιμοποιούσε μια σειρά από νομικά και λογιστικά τρικ που έχουν επιτρέψει σ' αυτήν και στους πελάτες της να παραμένουν εκτός ελέγχου.
(Η εταιρεία αμφισβητεί αυτό τον ισχυρισμό και σε μέιλ υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει δικαστήριο ή κρατικό αρχείο που έχει ποτέ ταυτοποιήσει τη Mossack Fonseca ως ιδρύτρια εταιρειών "βιτρίνα". Οποιαδήποτε σύνδεση του ομίλου μας με "εγκληματική δραστηριότητα" είναι αβάσιμη, καθόσον στην πραγματικότητα δεν μας έχει κοινοποιηθεί η ύπαρξη οποιασδήποτε νομικής διαδικασίας... μέχρι στιγμής»).
Ωστόσο έρευνα διάρκειας ενός έτους αποκαλύπτει ότι η Mossack Fonseca –που το Economist έχει περιγράψει ως εξαιρετικά εχέμυθη ηγέτιδα εταιρεία στον χώρο της υπεράκτιας χρηματοδότησης– έχει χρηματίσει ως πιστοποιημένος πράκτορας για εταιρείες-βιτρίνα που συνδέονται με μια σειρά διαβόητων γκάνγκστερ και κλεφτών. Εκτός του Makhlouf, ανάμεσά τους βρίσκονται συνεργάτες του Μουαμάρ Καντάφι και του Ρόμπερτ Μουγκάμπε καθώς επίσης κι ένας Ισραηλινός δισεκατομμυριούχος που έχει λεηλατήσει μια από τις φτωχότερες χώρες της Αφρικής και ένας ολιγάρχης επιχειρηματίας ονόματι Lázaro Báez, ο οποίος σύμφωνα με αρχεία αμερικανικών δικαστηρίων και εκθέσεις ομοσπονδιακού εισαγγελέα στην Αργεντινή φέρεται να έχει ξεπλύνει δεκάδες εκατομμύρια δολάρια μέσω ενός δικτύου εικονικών εταιρειών, κάποιες εκ των οποίων η Mossack Fonseca έχει βοηθήσει να καταχωριστούν στο μητρώο του Λας Βέγκας.

Έγγραφα και συνεντεύξεις που έχω πραγματοποιήσει δείχνουν επίσης ότι η Mossack Fonseca ευχαρίστως βοηθάει πελάτες να στήνουν ανενεργές εταιρείες –το «παλιό καλό κρασί» της επιχείρησης ξεπλύματος χρημάτων, τις οποίες μισεί ο νόμος και αγαπούν οι απατεώνες γιατί είναι «γερασμένες» χρόνια προτού πουληθούν, έτσι ώστε να εμφανίζονται ως καταξιωμένες εταιρείες με σταθερά αρχεία– και στο Λας Βέγκας. Ένας διαχειριστής διεθνών κεφαλαίων που μίλησε με τη Mossack Fonseca για να κάνουν δουλειά μαζί μού είπε ότι το γραφείο προσφέρθηκε να πουλήσει ανενεργή εταιρεία 50 ετών έναντι 100.000 δολαρίων.
Εάν οι εταιρείες-βιτρίνα είναι τα οχήματα διαφυγής για τους ληστές τραπεζών, τότε η Mossack Fonseca μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή αντιπροσωπεία αυτοκινήτων σε όλο τον κόσμο.
Τον Μάρτιο του 2014 πέταξα στην Πόλη του Παναμά, έδρα των κεντρικών της Mossack Fonseca. Ο Victor, ένας ντόπιος δημοσιογράφος, με ξενάγησε στην πόλη. Περάσαμε μπροστά από πλούσια γήπεδα γκολφ και επαύλεις στην υπό αμερικανικό έλεγχο παλιά Ζώνη της Διώρυγας, από πολυκατοικίες στην παραγκούπολη του El Chorrillo και μέσα από την κεντρική επιχειρηματική περιοχή με τους ουρανοξύστες. Όταν επισκέφτηκα τον Παναμά, ήταν η περίοδος των εθνικών εκλογών και οι προεκλογικές αφίσες κάλυπταν κάθε τηλεφωνικό στύλο και ασβεστωμένο τοίχο. Ο Victor έκανε ένα σχόλιο καθώς τριγυρνούσαμε με το αυτοκίνητο. «Αυτός ο τύπος είναι μαλάκας», είπε, δείχνοντας την αφίσα ενός υποψηφίου για την εθνοσυνέλευση, ο οποίος, όπως ισχυρίστηκε, συνδεόταν με το τοπικό εμπόριο ναρκωτικών. «Δηλαδή, όλοι είναι μαλάκες. Αλλά αυτός είναι πραγματικά μαλάκας».
Ο Παναμάς κυβερνάται από μαλάκες περισσότερο από έναν αιώνα τώρα. Το 1903, η κυβέρνηση του Θίοντορ Ρούσβελτ δημιούργησε τη χώρα, εκφοβίζοντας την Κολομβία να παραδώσει αυτό που τότε ήταν η επαρχία του Παναμά. Ο Ρούσβελτ ενήργησε κατ' εντολή διαφόρων τραπεζικών ομίλων, μεταξύ των οποίων και η J.P. Morgan & Co., που ορίστηκε ως ο επίσημος «δημοσιονομικός πράκτορας», επιφορτισμένος με τη διαχείριση 10 εκατομμυρίων δολαρίων σε βοήθεια που οι ΗΠΑ επένδυσαν στο καινούργιο έθνος.
Οι αμερικανικές τράπεζες βοήθησαν να μετατραπεί ο Παναμάς σε οικονομικό κέντρο και η χώρα αναδύθηκε ως φορολογικός παράδεισος και τόπος νομιμοποίησης εσόδων τη δεκαετία του '70, όταν η κυβέρνηση πέρασε μερικούς από τους πιο αυστηρούς κανονισμούς για το χρηματοοικονομικό απόρρητο. Αυτό πιθανώς ενθάρρυνε τη Mossack Fonseca να καθιερωθεί το 1977. Οι κανόνες χρηματοοικονομικού απορρήτου δεν υπόσχονταν στους ξένους επενδυτές απλώς εχεμύθεια – μετέτρεψαν σε έγκλημα την αποκάλυψη πληροφοριών εκ μέρους των τραπεζών για τους πελάτες τους, εκτός κι αν διατάσσονταν από δικαστήριο σε περιπτώσεις που αφορούσαν τρομοκρατία, εμπόριο ναρκωτικών ή άλλη σοβαρή παράβαση (η φοροδιαφυγή εξαιρούνταν από αυτή την κατηγορία). Αυτοί οι νόμοι προσέλκυσαν έναν μακρύ κατάλογο καθαρμάτων και δικτατόρων που χρησιμοποίησαν τον Παναμά για να κρύψουν τα κλεμμένα λάφυρα, μεταξύ των οποίων ήταν οι Φερδινάνδος Μάρκος, ο «Baby Doc» Ντιβαλιέ και ο Αουγκούστο Πινοσέτ.
Όταν ο Μανουέλ Νοριέγκα, διοικητής του στρατού του Παναμά, κατέλαβε την εξουσία το 1983, ουσιαστικά εθνικοποίησε την επιχείρηση νομιμοποίησης εσόδων κάνοντας συνεταιρισμό με το καρτέλ ναρκωτικών Μεντεγίν και δίνοντάς του την ελευθερία να επιχειρεί στη χώρα. Ο Νοριέγκα στήριξε την αμερικανική εξωτερική πολιτική στην περιοχή –και για χρόνια η CIA τον είχε στη μισθοδοσία της–, αλλά οι ΗΠΑ έχασαν την ψυχραιμία τους όταν αντιτάχθηκε στις αμερικανικές προσπάθειες να ανατρέψουν την αριστερή κυβέρνηση των Σαντινίστας στη γειτονική Νικαράγουα. Αυτό βοήθησε να φτάσουμε στην εισβολή του 1989 στον Παναμά, που ανέτρεψε τον Νοριέγκα και επέστρεψε την εξουσία στην παλιά τραπεζική ελίτ, κληρονόμους της παρακαταθήκης της J.P. Morgan.
Η νέα κυβέρνηση του προέδρου Guillermo Endara, ενός νομικού συμβούλου που ορκίστηκε σε αμερικανική στρατιωτική βάση λίγες ώρες μετά την έναρξη της εισβολής στις 20 Δεκεμβρίου του 1989, προσέφερε ένα ευγενέστερο προσωπείο απ' ό,τι το καθεστώς Νοριέγκα. Αλλά από την αρχή αυτός και οι δημοκρατικά εκλεγμένοι διάδοχοί του έκαναν ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν τα πλέον προφανή προβλήματα της χώρας: τη διαφθορά και τη φτώχεια. Πρόσφατη έκθεση της αμερικανικής κυβέρνησης αναφέρει ότι ο Παναμάς «μαστίζεται» από την απάτη και τη διεθνή φοροδιαφυγή, που αποτελούν και «σημαντικές πηγές παράνομων κεφαλαίων».
Μπορείς να πας σε οποιαδήποτε νομική εταιρεία στην πόλη, από τη μικρότερη έως τη μεγαλύτερη, και να ανοίξεις μια εταιρεία-βιτρίνα χωρίς να σου κάνουν καμία ερώτηση
Σήμερα, οι χρηματοπιστωτικοί νόμοι του Παναμά παραμένουν εξαιρετικά χαλαροί. Οι ξένες εταιρείες μπορούν να φέρουν απεριόριστα χρηματικά ποσά στη χώρα χωρίς να πληρώσουν φόρους. Την ίδια ώρα, έκθεση του ΔΝΤ του 2014 ανάφερε ότι από τα 40 προτεινόμενα βήματα που θα έπρεπε να κάνουν οι χώρες για να καταπολεμήσουν το ξέπλυμα χρήματος και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Παναμάς έχει κάνει μόνο το ένα. Τον Σεπτέμβριο του 2014, οι New York Times ανέφεραν ότι φίλοι του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν είχαν διοχετεύσει χρήματα υπεράκτια μέσω δομών-βιτρίνα στον Παναμά. «Όταν πρόκειται για ξέπλυμα χρήματος, παρέχουμε πλήρεις υπηρεσίες: ξέπλυμα, πλύσιμο και στέγνωμα», είπε ο Miguel Antonio Bernal, επιφανής ντόπιος δικηγόρος και πολιτικός αναλυτής. «Μπορείς να πας σε οποιαδήποτε νομική εταιρεία στην πόλη, από τη μικρότερη έως τη μεγαλύτερη, και να ανοίξεις μια εταιρεία-βιτρίνα χωρίς να σου κάνουν καμία ερώτηση
Στην Πόλη του Παναμά έμεινα σε μια μεγάλη σουίτα-στούντιο του 16ου ορόφου του ξενοδοχείου Waldorf Astoria, ενός πολυτελή πύργου με πανοραμική θέα στον Κόλπο του Παναμά. Είχα φροντίσει η άφιξή μου να συμπίπτει με ένα διήμερο συνέδριο στο ξενοδοχείο, στο οποίο συμμετείχαν περίπου 70 διεθνείς χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι για τους σούπερ πλούσιους –άτομα με μεγάλης αξίας περιουσιακά στοιχεία– και ανακάλυψα ότι ένας από τους ομιλητές ήταν ο Ramses Owens, δικηγόρος και ειδικός οικονομικός σύμβουλος ο οποίος είχε εργαστεί για τη Mossack Fonseca.

Το δεύτερο πρωί μετά την άφιξή μου ξύπνησα και σήκωσα το κεφάλι μου από το αφράτο μαξιλάρι μου, ένα από τα πολλά στο διπλό κρεβάτι μου, βγήκα από τα πολυτελή σεντόνια μου, ντύθηκα και πήρα το ασανσέρ για να κατέβω στην αίθουσα συνεδριάσεων Diamond Ballroom.
Παρόλο που το συνέδριο ήταν ιδιωτική πρωτοβουλία, κατάφερα να μάθω για τις διαδικασίες και να πάρω τη λίστα με τους συμμετέχοντες και αντίγραφα των ομιλιών και των παρουσιάσεων. Καθισμένοι σε τραπέζια όπου υπήρχαν κανάτες με παγωμένο νερό και βάζα με λουλούδια, οι συμμετέχοντες ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα μεσήλικες άντρες με γκρίζα μαλλιά και παχάκια γύρω από τη μέση, ντυμένοι με σκουρόχρωμα επιχειρηματικά κοστούμια που θα είχαν προκαλέσει άμεσα θερμοπληξία εάν κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Πόλης του Παναμά, αλλά ήταν μέσα στην Diamond Ballroom όπου υπήρχε κλιματισμός.
Υπήρχαν εταιρικοί δικηγόροι με ειδίκευση στα φορολογικά, λογιστές, τραπεζίτες και διαχειριστές ιδρυμάτων, οι οποίοι έβλεπαν μια μικρή σκηνή με βάθρο για τους ομιλητές και μια οθόνη που έδειχνε παρουσιάσεις PowerPoint. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες ήταν Παναμέζοι, ένα τέταρτο από αυτούς είχε πετάξει από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τη Νότια Αμερική και το άλλο τέταρτο από παραδοσιακούς φορολογικούς παραδείσους όπως είναι τα Νησιά Τερκς και Κέικος, οι Μπαχάμες, η Αγία Λουκία και το Μπελίζ. Αυτοί είναι «πραγματικά κακοί άνθρωποι», μου είχε πει πριν από το ταξίδι μου ο Jack Blum, πρώην ερευνητής της αμερικανικής Γερουσίας και δικηγόρος στην Ουάσιγκτον με ειδίκευση στο ξέπλυμα χρήματος. «Και θέλουν να μάθουν πώς να γίνουν ακόμα χειρότεροι».
«Βλέπω ότι παίζεις τον Μοναχικό Καβαλάρη», μου είπε στη διάρκεια του διαλείμματος ο Edward Brendan Lynch, ένας οικονομικός σύμβουλος με έδρα στις Μπαχάμες. Κάθισα στο μπαρ κατασκοπεύοντας τους συμμετέχοντες και περίμενα ένα ουίσκι με πάγο. «Από πού είσαι;»
Όταν του είπα ότι καταγόμουν από την Ουάσιγκτον, ο Lynch είπε ότι είχε επισκεφτεί την πόλη πριν από πολλά χρόνια. «Είδα τις κερασιές να ανθίζουν», θυμήθηκε. «Έφαγα μεσημεριανό στο Jockey Club. Υπέροχο μέρος».
Οι Αμερικανοί πιστεύεται ότι διατηρούν πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε υπεράκτιους παραδείσους, με ετήσιες απώλειες μόνο για την εφορία που ανέρχονται σε 100 δισεκατομμύρια δολάρια
Πίσω στην Diamond Ballroom, ο Ramses Owens είχε ανέβει στο βήμα. Άψογα ντυμένος και με περιποιημένα μαλλιά τέλεια κομμένα και χτενισμένα, ενσάρκωνε την κοινοτοπία του σύγχρονου κακού στα χρηματοοικονομικά. Ο Owens, που στο πρόγραμμα αναφερόταν ως μάστερ του «φορολογικού σχεδιασμού», αστειεύτηκε με το κοινό λέγοντας ότι προτιμά να περιγράφουν τη δουλειά του ως «βελτιστοποίηση του ενεργητικού» των πελατών.
Όταν εργαζόταν για τη Mossack Fonseca, ο Owens απέκτησε εμπειρία σχετικά με τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των εταιρειών στο νησί Niue του νότιου Ειρηνικού. Το 1996, η εταιρεία κέρδισε αποκλειστικά δικαιώματα να ιδρύει εταιρείες-βιτρίνα στο νησί και, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες και δημοσιογραφικά ρεπορτάζ, εντός τεσσάρων ετών είχαν καταγραφεί 6.000 εικονικές εταιρείες, κάποιες εκ των οποίων ελέγχονταν από εγκληματικά συνδικάτα της ανατολικής Ευρώπης και διεθνή καρτέλ ναρκωτικών. Τα ευρήματα οδήγησαν στην επιβολή διεθνών κυρώσεων το 2001, με αποτέλεσμα πέντε χρόνια αργότερα το νησί να κλείσει την επιχείρηση εταιρικής καταγραφής. Η Mossack Fonseca καθάρισε και πάλι, μεταφέροντας τους λογαριασμούς των πελατών της στο Niue και σε άλλους παραδείσους, συμπεριλαμβανομένων των νησιών Σαμόα, και όπως αποκαλύφθηκε από δικαστικά αρχεία, η νομική εταιρεία διατάχθηκε να παραδώσει τη Νεβάδα. (Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι εταιρείες που μεταφέρθηκαν εμπλέκονταν σε παράνομη δραστηριότητα, αν και η ταυτότητα των ιδιοκτητών εκείνων των εταιρειών παραμένει άγνωστη).
Η διάλυση του κυκλώματος στο Niue ήταν μέρος μιας ευρύτερης διεθνούς προσπάθειας στην οποία ηγούνταν οι ΗΠΑ, η Βρετανία και άλλες χώρες της Δύσης. Αρχικά η προσπάθεια έγινε από ανησυχία για την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα. Η πρωτοβουλία εντάθηκε λόγω της αιμορραγίας των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού που οφειλόταν στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Οι Αμερικανοί πιστεύεται ότι διατηρούν πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε υπεράκτιους παραδείσους, με ετήσιες απώλειες μόνο για την εφορία που ανέρχονται στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2010, η αμερικανική κυβέρνηση πέρασε τον νόμο Foreign Account Tax Compliance Act αφού έριξε πρόστιμο 780 εκατομμυρίων δολαρίων στον ελβετικό κολοσσό UBS επειδή βοηθούσε χιλιάδες κατόχους αμερικανικών λογαριασμών να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία (σε μία περίπτωση, τραπεζίτης της UBS πέρασε από τα σύνορα παράνομα τα διαμάντια ενός πελάτη μέσα σε σωληνάριο οδοντόκρεμας). Ο νόμος FATCA, που εφαρμόζεται σταδιακά καθώς έχει καθυστερήσει η πλήρης εφαρμογή του λόγω της σφοδρής αντίδρασης της οικονομικής βιομηχανίας, απαιτεί από τις ξένες τράπεζες να ενημερώνουν τις αμερικανικές φορολογικές Αρχές (IRS) για λογαριασμούς που διατηρούν Αμερικανοί φορολογούμενοι. Ήταν φυσικό ο FATCA να ανησυχεί εκείνους που βρίσκονταν στην Diamond Ballroom –ανάμεσά τους η Marie Fucci, σύμβουλος Αμερικανών και Ευρωπαίων πελατών, η οποία μετά βδελυγμίας κατήγγειλε τον νόμο ως οικονομικό «απαρτχάιντ»–, αλλά ο Owens προσπάθησε να καθησυχάσει τους φόβους τους. Καθώς έδειχνε σλάιντς στο PowerPoint με εικόνες από θησαυροφυλάκια τραπεζών, σωρούς εκατοδόλαρων και άλλες φωτογραφίες χρηματοοικονομικού πορνό, ο Owens περιέγραψε τρόπους αποφυγής επαχθών και ενοχλητικών διεθνών κανονισμών. Ο FATCA, τόνισε με σιγουριά, δεν θα κατέστρεφε το σύστημα των υπεράκτιων εταιρειών και σίγουρα δεν θα ακουμπούσε τον Παναμά, όπου δικηγόροι, λογιστές και άλλοι επαγγελματίες στον χώρο των εικονικών εταιρειών έχουν πολιτικούς συμμάχους (όπως ο τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας, ο οποίος μίλησε και στην εκδήλωση). Ο Owens εκτίμησε ότι εννιά στις δέκα επιχειρηματικές οντότητες που καταγράφονταν στη χώρα ήταν ξένης ιδιοκτησίας και είπε ότι τα ιδιωτικά ιδρύματα του Παναμά –ένα τοπικό δημιούργημα που στον κόσμο των υπεράκτιων εταιρειών είναι εξίσου αγαπητό με παραδοσιακά χρηματοοικονομικά προϊόντα όπως ο ελβετικός τραπεζικός λογαριασμός– θα εξακολουθούσαν να μπορούν να έχουν χρήματα ανώνυμα, ακόμα κι όταν εφαρμοστεί πλήρως ο FATCA. Τα μέλη του κοινού κούνησαν τα κεφάλια τους εγκρίνοντας όσα είπε.
Το πρωινό μετά την ομιλία του Owens έφυγα από το Waldorf για να πάω στα γραφεία της Mossack Fonseca. Δεν είχα καμία προσδοκία να συναντηθώ με κανέναν από την εταιρεία, καθώς είχα υποβάλει πλήθος αιτημάτων για συνάντηση και με είχαν απορρίψει ευγενικά αλλά απόλυτα. «Έχουμε αποφασίσει να μη συμμετέχουμε σ' αυτήν τη συνέντευξη», μου έγραψε σε ένα σύντομο μέιλ η εκπρόσωπος της εταιρείας, Lexa de Wittgreen, γεγονός που δείχνει ότι η Mossack Fonseca είναι σε θέση να κάνει ανεξάρτητη μελέτη με τη δέουσα επιμέλεια για δημοσιογράφους, εάν δεν είναι πελάτες.
Χρησιμοποιούσα ένα χάρτη του ξενοδοχείου και σύντομα χάθηκα στους πολυσύχναστους δρόμους της επιχειρηματικής περιοχής της Πόλης του Παναμά, που μοιάζει με μινιατούρα του Χονγκ Κονγκ με τροπικές αποχρώσεις. Καθώς κοιτούσα γύρω μου για να προσανατολιστώ, είδα ένα νεαρό άντρα ντυμένο με σκούρο παντελόνι και πράσινο ριγέ πουκάμισο έξω από ένα κτίριο γραφείων, το Edificio Omega, να ανοίγει την πόρτα του οδηγού ενός μαύρου Mitsubishi Sportero.
«Δεν είναι τόσο κοντά», είπε σε άψογα αγγλικά όταν τον ρώτησα εάν γνώριζε πώς μπορούσα να πάω στο κτίριο της Mossack Fonseca. «Έχετε ραντεβού μαζί τους; Γιατί κάνω παρόμοια δουλειά και ίσως μπορώ να σας βοηθήσω εγώ». Έβγαλε μια επιχειρηματική κάρτα και μου την έδωσε με ένα πλατύ χαμόγελο.
Από σύμπτωση, έτυχε να είναι ο Alejandro Watson Jr. της νομικής εταιρείας Owens & Watson, όπου ο Ramses Owens είναι συνέταιρος. «Δουλεύω εδώ», είπε, δείχνοντας προς τον δεύτερο όροφο της εταιρείας. «Έχω αργήσει για μια συνάντηση, αλλά μπορώ να σας δω αργότερα σήμερα ή να έρθετε τώρα μαζί μου και να σας συστήσω σε έναν από τους συναδέλφους μου».
Πριν από το ταξίδι μου αναρωτιόμουν εάν θα έπρεπε να έρθω σε επαφή με μια ντόπια νομική εταιρεία για να δοκιμάσω πόσο εύκολο θα ήταν να στήσω μια εικονική εταιρεία. Αυτή παραήταν καλή ευκαιρία για να την προσπεράσω.
«Είμαι από τις ΗΠΑ και για λίγες μέρες ρίχνω μια ματιά στα ακίνητα», είπα. «Χρειάζομαι να ιδρύσω μια εταιρεία εδώ για να κάνω την αγορά. Τι είδους πληροφορίες θα χρειαζόσασταν;»
«Το μόνο που χρειάζομαι είναι το διαβατήριό σας, την άδεια οδήγησης, κάτι που να δείχνει τη διεύθυνση του σπιτιού σας και μια συστατική επιστολή από οποιαδήποτε τράπεζα», είπε ο Watson. «Δεν σας πιέζουμε για πληροφορίες σχετικά με την επιχείρησή σας. Απλώς θέλουμε να βοηθήσουμε να στήσετε την επιχείρησή σας έτσι ώστε να συνεχίσετε να συνεργάζεστε μαζί μας».
«Θα εμφανίζεται το όνομά μου οπουδήποτε στα χαρτιά;» ρώτησα.
Σκέφτηκα ότι η ασχετοσύνη μου θα μπορούσε να του προκαλέσει τουλάχιστον ήπια ανησυχία – εξάλλου, αυτή η υπόσχεση της ανωνυμίας είχε προσελκύσει όλους εκείνους τους πελάτες στο Niue όταν το αφεντικό του Watson εργαζόταν στη Mossack Fonseca. Ωστόσο παρέμεινε το ίδιο χαρούμενος και πρόθυμος. «Έχεις πρόβλημα με τον FATCA», είπε ο Watson με χαμόγελο και ύφος γνώστη. «Μπορούμε να το λύσουμε αυτό. Ίσως σου συστήσω να ιδρύσεις ένα καταπίστευμα, γιατί αυτό μπορεί να το κατέχει νόμιμα κάποιος εξ ολοκλήρου».
Ρώτησα εάν θα μπορούσα να ανοίξω τραπεζικό λογαριασμό για την εικονική εταιρεία μου ώστε να μπορώ να έχω πρόσβαση στα χρήματά μου. Εξάλλου δεν υπάρχει λόγος να κρύψεις μετρητά σε υπεράκτια εταιρεία εάν δεν μπορείς να τα ξοδέψεις.
«Απολύτως», είπε ο Watson με ενθουσιασμό. Έσκυψε στο Sportero και από μια μικρή στοίβα μεταξύ των δυο μπροστινών καθισμάτων έβγαλε ένα φυλλάδιο. «Έχουμε παγκόσμιο τραπεζικό δίκτυο», είπε, και έδειξε μια σελίδα με μερικές δεκάδες χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με τα οποία συνεργαζόταν η εταιρεία του.
Στο δίκτυο περιλαμβάνονταν μικρές τράπεζες στον Παναμά, στα νησιά Κέιμαν, στο Μονακό και στην Ανδόρα, αλλά και επώνυμοι παίκτες όπως η HSBC και οι λαθρέμποροι διαμαντιών στην UBS. Έκθεση επιτροπής της αμερικανικής Γερουσίας περιέγραψε το παραπάνω ως σημαντικό όργανο μεταβίβασης για «λαθρέμπορους ναρκωτικών και κράτη-παρίες» και πέρυσι η τράπεζα υπέγραψε διακανονισμό ύψους 1,92 δισεκατομμυρίου δολαρίων με το υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού παραδέχθηκε ότι βοήθησε στο ξέπλυμα εκατομμυρίων δολαρίων μέσω εικονικών εταιρειών για κολομβιανά και μεξικανικά καρτέλ. Υπήρχε και εταίρος εξ Αμερικής στο δίκτυο της Owens & Watson, η τράπεζα Helm Bank στο Μαϊάμι. Το 2012, η αμερικανική ρυθμιστική αρχή έστειλε στη Helm εντολή συναίνεσης για πολλαπλές παραβιάσεις του νόμου Bank Secrecy Act και κανονισμών για το ξέπλυμα χρήματος.
Αυτή ήταν μια λίστα που σίγουρα ενέπνεε εμπιστοσύνη, τουλάχιστον εάν ήμουν απατεώνας και έψαχνα να κρύψω τα χρήματά μου από την IRS ή την αστυνομία.
Η όλη διαδικασία θα έπαιρνε μόνο λίγες μέρες, είπε ο Watson, και τα έξοδα θα ήταν αμελητέα. Θα στοίχιζε περίπου 1.200 δολάρια για να ιδρύσω την εταιρεία-βιτρίνα, 300 δολάρια για να καλύψω κρατικούς φόρους και λίγες εκατοντάδες δολάρια για να προτείνει η Owens & Watson διευθυντές, εάν ήταν απαραίτητο. Εάν ήθελα να αγοράσω μια εικονική εταιρεία από τις παλιές, θα μου κόστιζε λίγο περισσότερο.

«Και το όνομά μου δεν θα εμφανιστεί πουθενά, σωστά;» ρώτησα αποφασίζοντας να σπρώξω την υπόθεση όσο περισσότερο γινόταν.
«Όχι, όχι, όχι», εξήγησε ο Watson. «Αυτό δεν είναι πρόβλημα».
Αμέσως μετά τη συζήτησή μας με τον Watson βρήκα τα γραφεία της Mossack Fonseca, που έχει τους τρεις τελευταίους ορόφους σε ένα τετραώροφο γυάλινο κτίριο που στο ισόγειο έχει οδοντιατρική κλινική. Αν και ήλπιζα να μπω μέσα, εγκατέλειψα την ιδέα όταν εντόπισα τον φύλακα στην είσοδο να ελέγχει εξονυχιστικά τους επισκέπτες.
Τουλάχιστον, σκέφτηκα, είχα τραβήξει φωτογραφία του γραφείου, του οποίου η γυάλινη πρόσοψη αντανακλούσε τον Πύργο της Επανάστασης, το σήμα κατατεθέν της πόλης, ένα αποκρουστικό κτίριο σχήματος τιρμπουσόν. Αλλά η Mossack Fonseca προφανώς φυλάσσει την έδρα της με τον ίδιο ζήλο που προστατεύει τις ταυτότητες των πελατών της. «Τραβάει φωτογραφία!» φώναξε μια γυναίκα όταν με εντόπισε να τραβάω φωτογραφία με το iPhone μου. Φώναξε ξανά και με έδειξε. «Τραβάει φωτογραφία!»
Έπειτα, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στο Λας Βέγκας. Η Mossack Fonseca περιγράφει τη Νεβάδα ως «μία από τις καλύτερες δικαστικές περιφέρειες» στις ΗΠΑ για να συστήσεις εταιρεία, λόγω της «ευελιξίας, του χαμηλού κόστους και της γρήγορης εξυπηρέτησης» της πολιτείας. Η Αμερική είναι υπέροχος χώρος για τη Mossack Fonseca για τις εργασίες της, μια και είναι η δεύτερη ευκολότερη χώρα για να καταχωρίσεις μια εικονική εταιρεία μετά την Κένυα, σύμφωνα με την οργάνωση Global Financial Integrity. Και οι απατεώνες αγαπούν να καταχωρίζουν τις εταιρείες τους στις ΗΠΑ, γιατί το να έχουν μια αμερικανική εταιρεία τους παρέχει την ψεύτικη λάμψη της αξιοπρέπειας που μπορεί να βοηθήσει στο να αποσπαστεί η προσοχή από τις εγκληματικές πράξεις τους, μου είπε η Heather Lowe, διευθύντρια κρατικών υποθέσεων της οργάνωσης.
Από τότε που η Mossack Fonseca άρχισε να προσφέρει υπηρεσίες στην πολιτεία, πριν από τουλάχιστον μία δεκαετία, συνεργάζεται με μια τοπική εταιρεία, την MF Corporate Services, με την οποία έχουν συστήσει περισσότερες από 1.000 εταιρείες στη Νεβάδα. Οι περισσότερες από αυτές διοικούνται από υπεράκτιους προορισμούς όπως η Γενεύη, η Μπανγκόκ και οι Βρετανικές Παρθένες Νήσοι, σύμφωνα με αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα με τη νομοθεσία της Νεβάδα, τα μόνα ονόματα που πρέπει να εμφανίζονται στα δημόσια αρχεία μιας εικονικής εταιρείας είναι εκείνα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου και του «μάνατζερ», ενώ κανένας από τους δυο δεν χρειάζεται να είναι άνθρωπος. Ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος παραδοσιακά είναι η εταιρεία που καταχωρίζει την εικονική εταιρεία και ο μάνατζερ μπορεί να είναι μια άλλη ανώνυμη εταιρεία. Αυτό κάνει σχεδόν αδύνατο να ανακαλύψει κανείς ποιος στην πραγματικότητα ελέγχει μια εικονική εταιρεία στη Νεβάδα, εκτός κι αν οι αστυνομικές ή οι δικαστικές αρχές διατάξουν να αποκαλυφθούν οι ιδιοκτήτες.
Τεχνικά, η MF Corporate Services είναι ανεξάρτητη από τη Mossack Fonseca. Πρακτικά, όμως, σύμφωνα με δικόγραφα, εταιρικά αρχεία και άλλα εμπιστευτικά ντοκουμέντα, λειτουργεί σαν τοπικό υποκατάστημα της Mossack Fonseca, με τον βασικό υπάλληλο να αναφέρει απευθείας στην Πόλη του Παναμά. Αυτού του είδους ο ψεύτικος διαχωρισμός είναι μια τακτική που υιοθετούν πολλές μεγάλες εικονικές εταιρείες, γιατί επιτρέπει στη μητρική εταιρεία να αποκηρύσσει οποιοδήποτε δεσμό με τα τοπικά γραφεία της εάν γίνει η στραβή από νομικής πλευράς. Όπως κάνει η Walmart, που ενώ επιχειρεί στο Μπαγκλαντές, διαχωρίζει τη θέση της από τα κάτεργα φθηνής εργασίας χρησιμοποιώντας μια μακριά και περίπλοκη αλυσίδα προμηθειών. (Όπως η Walmart, έτσι και η Mossack Fonseca δεν έχουν ποτέ διωχθεί άμεσα για τις ενέργειες των θυγατρικών τους). «Είναι σαν παζλ που είναι συναρμολογημένο αλλά ξαφνικά καταρρέει όταν κάποιος αρχίζει να ερευνά», λέει ο Jack Blum, ειδικός στη νομιμοποίηση εσόδων.
Πράγματι, έτσι ακριβώς απάντησε η Mossack Fonseca όταν ρωτήθηκε για τις σκιώδεις δραστηριότητες με τις οποίες συνδέθηκε στο Λας Βέγκας. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε ποιος ακριβώς είναι πίσω από τη συντριπτική πλειονότητα των ψεύτικων εταιρειών που η νομική φίρμα έχει βοηθήσει να συσταθούν, παίρνουμε μια ιδέα από τη συνεχιζόμενη ποινική έρευνα που γίνεται στην Αργεντινή και μια σχετική υπόθεση που το 2014 εξέταζε το Περιφερειακό Δικαστήριο της Νεβάδα και αφορούσε τον ολιγάρχη Lázaro Báez. Τόσο η έρευνα όσο και τα δικαστικά έγγραφα λένε ότι ο Báez είναι ο μυστικός ιδιοκτήτης περισσότερων από 100 εταιρειών-βιτρίνα που η Mossack Fonseca βοήθησε να ιδρυθούν στη Νεβάδα. Όλες διοικούνταν από την Aldyne Ltd., μια ανώνυμη εταιρεία που –σύμφωνα με τους εισαγγελείς– η Mossack Fonseca καταχώρισε στις Σεϋχέλλες. (Η Mossack Fonseca δεν είχε μέχρι πρότινος καταδικαστεί στην Αργεντινή ή τη Νεβάδα, αλλά μια από τις θυγατρικές της στο Λας Βέγκας είχε κληθεί δικαστικά να παραδώσει τα αρχεία που σχετίζονταν με τις εταιρείες-βιτρίνα του Báez, εντολή με την οποία αρνήθηκε να συμμορφωθεί πλήρως).
Πρώην ταμίας τράπεζας, ο Báez έχτισε μια τεράστια επιχειρηματική αυτοκρατορία μέσω συμβάσεων που του έδωσαν οι στενοί φίλοι του Cristina και Néstor Kirchner, αμφότεροι πρώην πρόεδροι της Αργεντινής, και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι στη γενέτειρά του, σύμφωνα με ρεπορτάζ και ερευνητές. Ο Báez ήταν τόσο ευνοημένος που όταν ο Néstor πέθανε το 2010, έχτισε ένα τριώροφο μαυσωλείο για να στεγάσει τα λείψανά του. Οι εισαγγελείς εκτιμούν ότι οι εικονικές εταιρείες της Νεβάδα ήταν τμήμα ενός δικτύου που ο Báez χρησιμοποίησε για να μεταφέρει υπεράκτια περισσότερα από 65 εκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια που προέρχονταν από έργα δημοσίων υποδομών.
Οι συνδεόμενες με τον Báez εταιρείες στη Νεβάδα είχαν καταχωριστεί από την MF Corporate Services, της οποίας η βοηθός μάνατζερ Patricia Amunategui είχε κληθεί από την έδρα της Mossack Fonseca για να υπηρετήσει και ως γραμματέας της Aldyne Ltd., σύμφωνα με πηγή προσκείμενη στην υπόθεση. Όταν στο παρελθόν ρώτησα για τις παράνομες δραστηριότητες των εταιρειών-πελατών της, η Mossack Fonseca μου απάντησε υπενθυμίζοντάς μου σε μέιλ ότι «οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι δεν έχουν καμία ευθύνη για τις επιχειρηματικές συναλλαγές ή τυχόν άλλες συμφωνίες των εταιρειών που έχουν συστήσει». Από την πλευρά της η Amunategui –με καταγωγή από τη Χιλή, που στο παρελθόν εργαζόταν ως σερβιτόρα κοκτέιλ σε καζίνο και σύμφωνα με το προφίλ της στο Facebook απολαμβάνει τη γιόγκα, τον πνευματισμό και την πεζοπορία, ενώ θαυμάζει τον Δαλάι Λάμα, το Tea Party και τον πρώην δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ– ισχυρίζεται ότι η MF Corporate Services «δεν έχει, ούτε ποτέ είχε οποιουδήποτε είδους σχέση με τον Lázaro Báez». Επίσης υποστηρίζει ότι δεν έχει εργασιακή σχέση με τη Mossack Fonseca, παρόλο που πριν από χρόνια είχε δηλώσει πως μετά την ολοκλήρωση προγράμματος για να γίνει βοηθός δικηγόρου βρήκε «μια υπέροχη δουλειά ως αντιπρόεδρος της Mossack Fonseca, μιας διεθνούς νομικής εταιρείας» (ισχυρίζεται ότι παραποίησαν τα λόγια της). Η Amunategui ήταν το πρόσωπο που ήλπιζα να συναντήσω όταν πέταξα στο Λας Βέγκας.
Οι συνδεόμενες με τον Báez εταιρείες στη Νεβάδα είχαν καταχωριστεί από την MF Corporate Services, της οποίας η βοηθός μάνατζερ Patricia Amunategui είχε κληθεί από την έδρα της Mossack Fonseca για να υπηρετήσει και ως γραμματέας της Aldyne Ltd., σύμφωνα με πηγή προσκείμενη στην υπόθεση. Όταν στο παρελθόν ρώτησα για τις παράνομες δραστηριότητες των εταιρειών-πελατών της, η Mossack Fonseca μου απάντησε υπενθυμίζοντάς μου σε μέιλ ότι «οι εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι δεν έχουν καμία ευθύνη για τις επιχειρηματικές συναλλαγές ή τυχόν άλλες συμφωνίες των εταιρειών που έχουν συστήσει». Από την πλευρά της η Amunategui –με καταγωγή από τη Χιλή, που στο παρελθόν εργαζόταν ως σερβιτόρα κοκτέιλ σε καζίνο και σύμφωνα με το προφίλ της στο Facebook απολαμβάνει τη γιόγκα, τον πνευματισμό και την πεζοπορία, ενώ θαυμάζει τον Δαλάι Λάμα, το Tea Party και τον πρώην δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ– ισχυρίζεται ότι η MF Corporate Services «δεν έχει, ούτε ποτέ είχε οποιουδήποτε είδους σχέση με τον Lázaro Báez». Επίσης υποστηρίζει ότι δεν έχει εργασιακή σχέση με τη Mossack Fonseca, παρόλο που πριν από χρόνια είχε δηλώσει πως μετά την ολοκλήρωση προγράμματος για να γίνει βοηθός δικηγόρου βρήκε «μια υπέροχη δουλειά ως αντιπρόεδρος της Mossack Fonseca, μιας διεθνούς νομικής εταιρείας» (ισχυρίζεται ότι παραποίησαν τα λόγια της). Η Amunategui ήταν το πρόσωπο που ήλπιζα να συναντήσω όταν πέταξα στο Λας Βέγκας.
Η Νεβάδα έγινε έδρα μιας ποικιλίας σκευωρών σχημάτων «πυραμίδας», εταιρικών απατεώνων, ατόμων που προωθούσαν μετοχές της δεκάρας, απατεώνων του διαδικτύου και φοροφυγάδων
Το 2001, το νομοθετικό σώμα της Νεβάδα πέρασε ένα νόμο που θα ενθάρρυνε την ίδρυση εταιρειών στην πολιτεία, θωρακίζοντάς τις από τις ευθύνες. Μέσα σε λίγα χρόνια η Νεβάδα έγινε η έδρα μιας ποικιλίας σκευωρών σχημάτων «πυραμίδας», εταιρικών απατεώνων, ατόμων που προωθούσαν μετοχές της δεκάρας, απατεώνων του διαδικτύου και φοροφυγάδων. Το 2014 υπήρχαν περίπου 300.000 ενεργές εταιρείες στην πολιτεία, μία ανά εννέα κατοίκους, και μόνο το 2012 τα συνολικά έσοδα ήταν 133 εκατομμύρια. Μεγάλο μέρος αυτής της δραστηριότητας είναι πιθανώς ποινικά κολάσιμο. Ωστόσο το 2013 η ένωση Nevada Registered Agent Association άσκησε πιέσεις ώστε να μην περάσει πρόταση για υιοθέτηση πιο αυστηρών κανονισμών που θα αποθαρρύνουν την ύπαρξη εταιρικού απορρήτου. Το νομοσχέδιο τελικά απορρίφθηκε.
Το πρωί της 4ης Νοεμβρίου οδήγησα στην Casino Center Boulevard στην καρδιά του Λας Βέγκας, πέρα από το Golden Nugget και το El Cortez (ιδιοκτησίας της μαφίας) και την περιοχή που έχει τα περισσότερα εστιατόρια στην Αμερική. Έπειτα πήρα τον Interstate 15 και κινήθηκα νότια προς το Henderson, ένα προάστιο όπου τα γιγαντιαία εμπορικά κέντρα αντικαθίστανται με σπίτια που χαρακτηρίζονται από τη θαμπάδα του στόκου.
Η MF Corporate Services βρίσκεται στο συγκρότημα Parc Place Professional Complex, περιοχή όπου βρίσκονται αρκετά πανομοιότυπα κτίρια, με έναν όροφο και στέγες από κόκκινα κεραμίδια. Υπάρχουν μόνο λίγα αυτοκίνητα στον χώρο στάθμευσης και δεν είδα κανέναν έξω, μόνο την ασπροκόκκινη επιγραφή MF Corporate Services.
Από όσα μπορώ να πω με βάση τα δημόσια αρχεία και τα δικόγραφα, η MF Corporate Services φαίνεται ότι υπάρχει μόνο για να στήνει τις εικονικές εταιρείες για τους πελάτες της Mossack Fonseca στη Νεβάδα. Υπεύθυνη εκεί είναι η Amunategui, ωστόσο δικόγραφα δείχνουν ότι συνεργάζεται στενά με υπαλλήλους της Mossack Fonseca στον Παναμά όπως η Leticia Montoya, θεματοφύλακας πολλών αρχείων για δεκάδες εικονικές εταιρείες που συνδέονται με τον Lázaro Báez.
Η Montoya έχει αρκετά πολυτάραχη καριέρα. Στο παρελθόν έχει υπηρετήσει ή ήταν υποψήφια διευθύντρια για τουλάχιστον έξι ανώνυμες εταιρείες που ήταν μπλεγμένες σε μεγάλα διεθνή σκάνδαλα διαφθοράς. Μεταξύ αυτών είναι μια παναμέζικη εικονική εταιρεία που λέγεται Nicstate, ιδιοκτήτες της οποίας αποδείχθηκε ότι ήταν μεταξύ άλλων ο πρώην πρόεδρος της Νικαράγουας Arnoldo «Fat Man» Alemán. Χρησιμοποίησε τη Nicstate και άλλα υπεράκτια... οχήματα για να διοχετεύσει περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια κρατικών κονδυλίων στην τσέπη του. Η Montoya βοήθησε επίσης να ιδρυθεί η Mirror Development Inc., την οποία η Siemens της Γερμανίας χρησιμοποίησε για να διοχετεύσει μίζες σε αξιωματούχους της κυβέρνησης της Αργεντινής, προκειμένου να κερδίσει συμβόλαιο αξίας ενός δισεκατομμυρίων δολαρίων για την παραγωγή εθνικών ταυτοτήτων. Κι αυτό ήταν μόνο ένα από τα γρανάζια που χρησιμοποίησε η Siemens, η οποία επίσης έδωσε μίζες σε κυβερνητικούς αξιωματούχους στο Μπαγκλαντές, στη Βενεζουέλα και στο Ιράκ, με τον Σαντάμ Χουσεΐν να είναι ένας από τους παραλήπτες των «δώρων».
Σκέφτηκα ότι η καλύτερη πιθανότητα να μιλήσω με την Amunategui ήταν εάν εμφανιζόμουν απροσδόκητα, χωρίς να έχω προηγουμένως τηλεφωνήσει. Όταν χτύπησα τη γυάλινη πόρτα της MF Corporate Services, μου έκανε νόημα ένας άντρας να μπω μέσα. Ακριβώς μέσα από την πόρτα υπήρχε μια λευκή πλαστική σακούλα σκουπιδιών με κατεστραμμένα χαρτιά και ένας παγκόσμιος χάρτης ήταν κρεμασμένος στον τοίχο. Πάνω από αυτόν υπήρχαν τέσσερα ρολόγια που έδειχναν την ώρα στο Λας Βέγκας, το Χονγκ Κονγκ, στην Ελβετία και στον Παναμά.
Ο άντρας τηλεφώνησε στην Amunategui όταν ζήτησα να της μιλήσω, η οποία εμφανίστηκε από ένα άλλο δωμάτιο. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο φακίδες και είχε τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Αρνήθηκε να μιλήσει όταν της είπα ότι ήμουν δημοσιογράφος που ενδιαφερόταν για τη δουλειά τής MF Corporate Services για τον Báez. «Δώστε μου το όνομά σας και θα δω εάν ο δικηγόρος μας μπορεί να σας μιλήσει», είπε ενώ κουνούσε το δάκτυλο αρνητικά.
«Ο δικηγόρος για τη Mossack Fonseca;» ρώτησα.
«Όχι, ο δικηγόρος της εταιρείας μου», απάντησε, αναφερόμενη στην MF Corporate Services. «Είναι διαφορετικές».
Για μια στιγμή κάθισα εκεί, κοιτώντας τα φώτα στο ταβάνι και προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρω έναν τρόπο να συνεχίσω τη συζήτηση. Υπήρχαν ακόμα τόσο πολλά που ήθελα να ξέρω και η Amunategui ήταν το πιο κοντινό πρόσωπο που είχε σχέση με τη Mossack Fonseca και με το οποίο θα μπορούσα να μιλήσω απευθείας.
Ήθελα να τη ρωτήσω για συγκεκριμένους ανθρώπους που συνδέονταν με τις εικονικές εταιρείες που είχε ιδρύσει η Mossack Fonseca για την αμερικανική κυβέρνηση, τους διεθνείς ερευνητές και τον ένα χρόνο της έρευνάς μου. Τον Billy Rautenbach, έναν υποτιθέμενο πλασιέ για τον Ρόμπερτ Μουγκάμπε, επί πολλά χρόνια πρόεδρο της Ζιμπάμπουε. Τη Γιούλια Τιμοσένκο, πρώην πρωθυπουργό της Ουκρανίας και ολιγάρχισσα με το παρατσούκλι «πριγκίπισσα του φυσικού αερίου». Τον Beny Steinmetz, έναν Ισραηλινό δισεκατομμυριούχο που λέγεται ότι χρησιμοποίησε μια εικονική εταιρεία στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους την οποία είχε συστήσει η Mossack Fonseca για να πληρώσει μίζα στη σύζυγό του δικτάτορα της Γουινέας, όπου ο Steinmetz ήθελε να του παραχωρηθεί μια τεράστια περιοχή εξόρυξης. Ήθελα να τη ρωτήσω ακόμα και για το προφίλ της Mossack Fonseca στο Facebook και το Twitter, όπου φιλοξενούνται φωτογραφίες χαμογελαστών αποδεκτών φιλανθρωπικών δωρεών.
Αλλά η Amunategui δεν θα έλεγε λέξη αφού έγραψε τα στοιχεία μου. Υποσχέθηκε ότι θα έδινε τις πληροφορίες στον δικηγόρο της. Δεν έκανε καν τον κόπο να με συνοδεύσει έως την πόρτα αλλά χώθηκε στο δικό της γραφείο, κάθισε στο γραφείο της όπου υπήρχαν μερικοί φάκελοι και πακέτα της FedEx και σήκωσε το τηλέφωνο. Μπορούσα να την ακούσω να μιλάει από το χολ και παρόλο που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, ήταν σαφές ότι ήταν ταραγμένη, πιθανώς με τον προαναφερόμενο δικηγόρο, ο οποίος ποτέ δεν μου τηλεφώνησε.
Η άρνηση της Amunategui να απαντήσει σε ερωτήσεις ήταν εκνευριστική, αλλά δεν ήταν έκπληξη. Όταν δουλεύεις για τη Mossack Fonseca υπάρχουν πολλά βρόμικα μυστικά που πρέπει να διαφυλάξεις, οπότε το να κρατάς τα χείλη σου σφραγισμένα είναι το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς σου για να την κάνεις σωστά.
O Ken Silverstein είναι ρεπόρτερ στο First Look Media.